Μοιρολογῶ τὴν κουρσεμένη πατρίδα μου, τ’ Αϊβαλὶ τῆς Μικρὰς Ἀσίας, καὶ μαζὶ τὴ ζεστὴ φωλιά μου, τὸ ὑποστατικὸ ποὺ ζοῦσα ἀποτραβηγμένος. Ἤτανε ἕνα βραχόβουνο, μιὰ χερσόνησο, ποὺ μ’ ἀφήσανε κληρονομιὰ οἱ μπαρμπάδες μου· εἴχανε ζήσει καὶ πεθάνει ἀπάνου κεῖ πάππου –προσπάππου, καλογέροι οἱ πιὸ πολλοί. Ζήσανε ἥσυχα καὶ φυσικά, ἔχοντας τὰ πρόβατά τους, τὰ χωράφια τους, τ’ ἀμπέλια τους καὶ το ΄να καὶ τ΄ἄλλο τους. Δὲν εἶναι τώρα καλή στιγμή κ’ εὔκαιρη θέση γιὰ νὰ πῶ τὸ τί ἤτανε αὐτὸ τὸ νησί, τί λογῆς ζωὴ περνούσανε οἱ ἀνθρῶποι του, τι ὀμορφιὲς πέρα ἀπὸ κάθε φαντασία τὸ στολίζανε, τι ἀνρθῶποι τῆς στεριᾶς και τῆς θάλασσας τὸ κατοικούσανε, τὶς παράξενες ἱστορίες τους, τὶς φουρτοῦνες, τὶς ἀνεμοζάλες ποὺ τὸ δέρνανε – καὶ τὴν ἀθόλωτη εὐτυχία πὄβγαινε ἀπ’ ὅλα του. Τώρα, στὸ μοιρολόγι που γράφω, κλαίγω γιὰ τὸ χαμό του, μὰ τὸ πόσο πονῶ, καταλαβαίνω πὼς δὲ θὰ μπορέσω νὰ τὸ πῶ μὲ λόγια ποτές μου.
Αν κάποιος από αυτή την Κυβέρνηση είναι στην Ελλάδα, του χρόνου τέτοια μέρα, 19 Μαϊου, και έχω αρχίσει να το απεύχομαι, θα πρότεινα κάτι από Κόντογλου, Βενέζη ή Διδώ Σωτηρίου… Το «Σπίτι του Κεμάλ«, ή προκάτ πράσινες πλαστικές αρλούμπες, δεν ταιριάζουν, σήμερα.
Το απόσπασμα είναι από το «Μοιρολόγι» από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου του Κόντογλου». Αν μπείτε ποτέ στον κόπο να γράψετε ή να διαβάσετε πολυτονικά, θα δείτε ότι οι τόνοι ακολουθούν το πώς μιλάτε, όσοι από εσάς μιλάτε Ελληνικά, ακόμα, σε αυτή την χώρα.